«Καθώς η ακροδεξιά δυναμώνει, οι δημοκρατικοί, μετριοπαθείς -και ιδιαίτερα οι προοδευτικοί- ηγέτες πρέπει να συνεργαστούν και να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να αντιταχθούν στον εθνικισμό και την εθνική περιχαράκωση» τονίζουν οι Αλέξης Τσίπρας και Ζόραν Ζάεφ σε κοινό άρθρο που υπογράφουν στο euractiv.gr, λίγο πριν την «Διεθνή Διάσκεψη για την Ειρήνη και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη» που συνδιοργανώνουν στο Ωδείο Αθηνών.
Έξι χρόνια μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών και λίγες μέρες μετά την νίκη της δεξιάς στη Βόρεια Μακεδονία που την θέτει σε αμφισβήτηση, οι δύο ηγέτες που σφράγισαν την ειρήνη και την ανάπτυξη μέσα από την Συμφωνία, τονίζουν ότι η ΕΕ και η διεθνής κοινότητα πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι ο σεβασμός της Συμφωνίας είναι ο μόνος δρόμος προς την ευρωπαϊκή ενταξιακή διαδικασία, την προενταξιακή στήριξη και την οικονομική σύγκλιση.
«Η παραβίασή της θα αποσταθεροποιήσει ακόμα περισσότερο την περιοχή και θα οδηγήσει σε μια υπαρξιακή πρόκληση όχι μόνο το ευρωπαϊκό μέλλον της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά το μέλλον της συνολικά» επισημαίνουν χαρακτηριστικά.
Λίγο πριν ανοίξει η αυλαία της «Διεθνούς Διάσκεψης για την Ειρήνη και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη» που συνδιοργανώνουν το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα και το το Ίδρυμα Ζάεφ στο Ωδείο Αθηνών την Δευτέρα 17 και την Τρίτη 18 Ιουνίου -όπου θα συμμετέχουν διακεκριμένοι καλεσμένοι από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο- οι δύο πρώην πρωθυπουργοί στο άρθρο τους υπογραμμίζουν ότι «ο μόνος τρόπος για να παραμείνουμε σταθεροί στις ευρωπαϊκές αξίες, στον σημερινό κόσμο, είναι να είμαστε ενεργητικοί στη λήψη των αποφάσεων που όλοι γνωρίζουμε ότι είναι αναγκαίες, παρά το πολιτικό τους κόστος».
Όλο το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα και του Ζόραν Ζάεφ
Για σχεδόν 30 χρόνια, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και τη βίαιη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, οι δύο χώρες μας ήταν διχασμένες λόγω του «ονοματολογικού», γεγονός που όχι μόνον εμπόδισε την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των λαών μας, αλλά και αποδυνάμωσε την περιφερειακή σταθερότητα και την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης το 2003 επιβεβαίωσε για πρώτη φορά την ευρωπαϊκή προοπτική της περιοχής. Ωστόσο, μέχρι το 2014 αυτή η δυναμική χάθηκε και η διαδικασία διεύρυνσης πάγωσε επίσημα για πέντε χρόνια. Η επιρροή και ο ρόλος της ΕΕ στην περιοχή διαβρώθηκαν, αφήνοντας χώρο να ενεργοποιηθούν επικίνδυνοι κρατικοί και μη κρατικοί φορείς με επικίνδυνες ατζέντες. Σε αυτό το πολιτικό κενό, οι χώρες της περιοχής κλήθηκαν να διαχειριστούν τη σοβαρότερη προσφυγική κρίση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με πάνω από 1,1 εκατομμύρια ανθρώπους να διασχίζουν τη βαλκανική οδό, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζαν τη μία πολιτική κρίση μετά την άλλη.
Όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στο Νταβός, τον Ιανουάριο του 2018, συμφωνήσαμε σε μερικά θεμελιώδη σημεία: Ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Ότι οι λαοί μας και η περιοχή, άξιζαν κάτι καλύτερο από το να εγκλωβιστούν βαθύτερα σε έναν φαύλο κύκλο αστάθειας και εθνικισμού. Ότι ο στόχος μας δεν θα ήταν να προσποιηθούμε ότι διαπραγματευόμαστε, να αποτύχουμε και στη συνέχεια να επιδιώξουμε να κερδίσουμε το blame game, όπως είχαμε δει άλλους να κάνουν. Αποφασίσαμε ότι οι διαπραγματευτές μας δεν θα έφευγαν από την αίθουσα μέχρι να βρούμε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση, ανεξάρτητα από το πολιτικό κόστος που θα έπρεπε να επωμιστούμε οι ίδιοι.
Σε αυτήν τη βάση, δώσαμε εντολή στους Υπουργούς Εξωτερικών μας, Νίκο Κοτζιά και Νικόλα Ντιμιτρόφ, να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις. Όπως αναμενόταν, αντιμετωπίσαμε έντονες αντιδράσεις από τις συντηρητικές αντιπολιτεύσεις στις χώρες μας – τον σημερινό Πρωθυπουργό της Ελλάδας Κυριάκο Μητσοτάκη και τον νικητή των πρόσφατων εκλογών στη Βόρεια Μακεδονία, Χρίστιαν Μίτσκοσκι. Παρόλα αυτά, καταλήξαμε σε μια συμφωνία που βασίστηκε στον αμοιβαίο σεβασμό των εθνικών μας θέσεων, έθεσε τα θεμέλια για την οικοδόμηση μιας στρατηγικής σχέσης μεταξύ των χωρών μας και χαιρετίστηκε στην Ευρώπη και πέραν αυτής, ως η σημαντικότερη και η πιο επιτυχημένη διπλωματική πρωτοβουλία για την ειρήνη εδώ και χρόνια.
Η Συμφωνία έδωσε νέα ώθηση στην ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων, αποκατέστησε τον ρόλο της ΕΕ στην περιοχή και ανέδειξε τη σημασία της διατλαντικής συνεργασίας στην προώθηση της ειρήνης και της σταθερότητας. Επιπλέον, ανέδειξε τον κρίσιμο ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο ΟΗΕ στην επίλυση συγκρούσεων, ιδίως δεδομένου ότι η Συμφωνία αναγνωρίστηκε επίσημα από όλα τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Κυρίως, απέδειξε ότι ακόμη και όταν το φορτίο της ιστορίας είναι βαρύ, όπου υπάρχει θέληση, υπάρχει και η προοπτική για λύση. Ο τόπος των Πρεσπών -κάποτε μια περιοχή που σπαράχθηκε από τον πιο βίαιο εμφύλιο στην Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου, που οδήγησε χιλιάδες ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους ως πρόσφυγες πριν από 75 χρόνια- σήμερα στέκεται ως σύμβολο ειρήνης – όχι σύγκρουσης. Ως σύμβολο ελπίδας αντί για πόνου.
Ωστόσο, τα τελευταία έξι χρόνια δεν είδαμε τις εξελίξεις που ελπίζαμε. Η ευρωπαϊκή ενταξιακή διαδικασία της Βόρειας Μακεδονίας πάγωσε, πρώτα από τη Γαλλία και τα τελευταία χρόνια από τη Βουλγαρία. Οι εντάσεις στο Κοσσυφοπέδιο αυξάνονται καθώς η διαδικασία των Βρυξελλών παραμένει στάσιμη και η ρητορική στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη γίνεται όλο και πιο επιθετική. Η δυναμική της διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια διατρέχει υψηλό κίνδυνο και δεν φαίνεται να ενισχύεται, ακόμη και με την απόφαση να ξεκινήσουν ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία και τη Μολδαβία ή να δοθεί καθεστώς υποψήφιας χώρας στο Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Όλο και περισσότεροι νέοι μεταναστεύουν από τα Δυτικά Βαλκάνια, απογοητευμένοι όχι μόνο από τις ηγεσίες τους, αλλά και από την αδυναμία ή την απροθυμία της ΕΕ να τηρήσει τις υποσχέσεις της.
Σε μια περίοδο αυξανόμενων παγκόσμιων ανταγωνισμών, περιφερειακής αστάθειας και συγκρούσεων, η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο, ως δύναμη που υποστηρίζει ενεργά την ειρήνη και τη σταθερότητα στη βάση του διεθνούς δικαίου, όπου κι αν αυτές βρίσκονται υπό απειλή. Ωστόσο, μπορεί να καταστεί ισχυρή διεθνής διπλωματική δύναμη μόνον αν είναι αξιόπιστη πρώτα στη δική της γειτονιά.
Μετά τις πρόσφατες εκλογές στη Βόρεια Μακεδονία, η νέα ηγεσία προέβη σε προκλητικές δηλώσεις, παραβιάζοντας το γράμμα και το πνεύμα των Πρεσπών. Η ΕΕ και η διεθνής κοινότητα πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι ο σεβασμός της Συμφωνίας είναι ο μόνος δρόμος προς την ευρωπαϊκή ενταξιακή διαδικασία, την προενταξιακή στήριξη και την οικονομική σύγκληση. Η παραβίασή της θα αποσταθεροποιήσει ακόμα περισσότερο την περιοχή και θα οδηγήσει σε μια υπαρξιακή πρόκληση όχι μόνο το ευρωπαϊκό μέλλον της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά το μέλλον της συνολικά.
Ταυτόχρονα, εάν η Συμφωνία τηρηθεί πλήρως, η ΕΕ πρέπει να είναι έτοιμη να αφήσει πίσω της κάθε προσέγγιση «business-as-usual» που έχουμε δει τα τελευταία έξι χρόνια και να υιοθετήσει μια ενεργητική, σταδιακή προσέγγιση στη διεύρυνση, όπως προτείνεται από πολλούς ευρωπαίους αξιωματούχους και ειδικούς. Πρέπει να γίνει σαφές σε όλες τις χώρες της περιοχής, ότι η ειρηνική επίλυση διαφορών έχει οφέλη για τους λαούς των Βαλκανίων και τις ηγεσίες τους. Ότι οι θυσίες ανταμείβονται και δεν αγνοούνται κυνικά.
Καθώς η ακροδεξιά δυναμώνει, οι δημοκρατικοί, μετριοπαθείς -και ιδιαίτερα οι προοδευτικοί- ηγέτες πρέπει να συνεργαστούν και να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να αντιταχθούν στον εθνικισμό και την εθνική περιχαράκωση. Η ανάδειξη των πλεονεκτημάτων της ευρωπαϊκής ενότητας δεν θα είναι αρκετή. Ο μόνος τρόπος για να παραμείνουμε σταθεροί στις ευρωπαϊκές αξίες, στον σημερινό κόσμο, είναι να είμαστε ενεργητικοί στη λήψη των αποφάσεων που όλοι γνωρίζουμε ότι είναι αναγκαίες, παρά το πολιτικό τους κόστος. Η απόφαση έκδοσης κοινού χρέους για τη συγχρηματοδότηση του Next Generation EU, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του είδους σκέψης.
Σε αυτό το πνεύμα, στις 17-18 Ιουνίου 2024, ακριβώς έξι χρόνια μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, τα Ινστιτούτα μας θα εγκαινιάσουν τη «Διεθνή Διάσκεψη για την Ειρήνη και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη» στην Αθήνα, φιλοξενώντας εξέχοντες κυβερνητικούς ηγέτες και αξιωματούχους, από όλο το δημοκρατικό πολιτικό φάσμα και εμπειρογνώμονες από όλο τον κόσμο. Στόχος μας θα είναι να στηρίξουμε την εφαρμογή της Συμφωνίας και να αναδείξουμε την ευθύνη της ΕΕ και της διεθνούς κοινότητας στο θέμα αυτό. Το πιο σημαντικό είναι να ανοίξουμε έναν ειλικρινή και προωθητικό διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης και της περιοχής – μια συζήτηση που είναι σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ δεδομένης της ανόδου της ακροδεξιάς και του εθνικισμού, όπως και της εντεινόμενης περιφερειακής αποσταθεροποίησης.